- ταύτιση
- η, Ν [ταυτίζω]1. ταυτισμός2. η πράξη τής εξακρίβωσης τής ταυτότητας ενός ατόμου ή τής αναγνώρισης ενός πράγματος ή ενός συνόλου ως τέτοιου3. (ψυχολ.-ψυχανάλ.) α) διαδικασία με την οποία ένα υποκείμενο δανείζεται ένα εκφραστικό γνώρισμα ενός άλλου υποκειμένου, το οποίο χαρακτηρίζεται για τον λόγο αυτό ως αντικείμενο, ή υιοθετεί σκέψεις και τρόπους συμπεριφοράς του ή, γενικά, προσπαθεί να εξομοιωθεί με αυτόβ) δραστηριότητα με την οποία ένα υποκείμενο, όταν βρεθεί μπροστά σε ένα αντικείμενο, σε ένα πρόσωπο ή, γενικά, σε ένα περίπλοκο ερέθισμα, τό αναγνωρίζει γι' αυτό που είναι και, χάρη σ' αυτήν τη δραστηριότητα, τό ξεχωρίζει από παρόμοια αντικείμενα, πρόσωπα ή ερεθίσματαγ) το αποτέλεσμα αυτής τής δραστηριότητας4. φρ. «προβολική ταύτιση»(ψυχαν.) θεμελιώδης μηχανισμός τής ψυχικής δραστηριότητας τού νεαρού παιδιού, σύμφωνα με τον οποίο αυτό είναι δυνατόν να αποσχίσει τμήματα τής προσωπικότητάς του και να τά προβάλει και εισαγάγει σε ένα εξωτερικό αντικείμενο.
Dictionary of Greek. 2013.